- ὡρισμένων
- ὁρίζωdivideperf part mp fem gen plὁρίζωdivideperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АЙСИМНЕТ — • Αίσυμνήτης, 1. см. Eurypylus, Еврипил; 2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… … Реальный словарь классических древностей
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek